- ἀπεγνωσμένους
- ἀπογιγνώσκωdepart from a judgementperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъча˫аныи — (9) прич. страд. прош. 1. Отчаявшийся: см҃ртнго ради страха. ѿчаѧнъ же бывъ. КР 1284, 203г; всѣхъ бл҃гыхъ лишихъсѧ. и всѧкои муцѣ повиненъ быхъ. но възведи мѧ ѹже ѿча˫ана. б҃ца ради многол(с)тве [вм. многомл(с)тве]. КТурКан XII сп. XIV, 225;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Στρίντμπεργκ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Strindberg). Σουηδός συγγραφέας και δραματουργός (Στοκχόλμη 1849 – 1912). Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνιζόμενος να σπουδάσει, να γίνει κάτι, να μπει στην ανώτερη κοινωνία. Το έργο του Σ., που είναι βασικά αυτοβιογραφικό, φέρνει τη σφραγίδα … Dictionary of Greek